-
1 κατακνίζω
2 metaph., pick to pieces,λόγους Isoc.12.17
;τὰ τοῦ Ὁμήρου κ. λεπτά Luc. Hes.5
.II scratch, irritate, stimulate the scalp, Asclep. ap. Gal. 12.420:—[voice] Pass., v.l. in Dsc.2.123; to be prurient,ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι Ar.Pl. 973
.3 scarify, let blood from, - κνίσω (prob. for - κνήσω)σου τὸν πόδα Luc.Ocyp.91
:—[voice] Pass.,- κνισθεὶς τὸ σκέλος Orib.7.20.8
(= Gal.19.524, where - κνήσας).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακνίζω
См. также в других словарях:
κατακνίζω — (Α) 1. κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω 2. ξύνω δυνατά 3. χαράζω («ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι κατακνίζοντες», Διοκλ.) 4. κεντώ, γρατσουνίζω («κατακνίσω τὸν πόδα», Λουκ.) 5. παθ. κατακνίζομαι είμαι ερεθισμένος («ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι», Αριστοφ … Dictionary of Greek